- σπινθηροειδής
- -ές, ΜΑ1. όμοιος με σπινθήρα2. σπινθηροβόλος («ἐναύσματα σπινθηροειδῆ», ΓρηγΝύσσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σπινθήρ, -ῆρος + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπινθηροειδῆ — σπινθηροειδής like a spark neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σπινθηροειδής like a spark masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σπινθηροειδής like a spark masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπινθηροειδοῦς — σπινθηροειδής like a spark masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
ՃԱՌԱԳԱՅԹԱՁԵՒ — (ի, ից.) NBH 2 0172 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 8c, 9c, 10c, 11c ա. φεγγώδης, σπινθηροειδής, κερκώδης radii formae եւն. Ունօղ զձեւ կամ զտեսիլ եւ զնմանութիւն ճառագայթից. ճառագայթատեսիլ. լուսատեսակ. եւ Անուաձեւ. ճախարակաձեւ ինչ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)